μεταμελεια

μεταμελεια
    μεταμέλεια
    μετα-μέλεια
    ἥ
    1) пересмотр мнения, отмена решения
    

(περί τινος Thuc.)

    2) сожаление (о сделанном), раскаяние
    

(τινος Plat. и περί τινος Thuc.)

    μεταμελείας (или μεταμέλειαν Eur.) λαμβάνειν ἔκ τινος Thuc. — раскаиваться в чем-л.;
    μ. ἔχει με Xen. — мной овладело раскаяние;
    μ. τοῦ πεπραγμένου Plat. — раскаяние в совершенном


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταμελεια" в других словарях:

  • μεταμελείᾳ — μεταμελείᾱͅ , μεταμέλεια change of purpose fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλεια — change of purpose fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλεια — η (ΑM μεταμέλεια, Α ιων. τ. μεταμελίη) 1. αλλαγή γνώμης, σκοπού ή απόφασης 2. μετάνοια για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («μεταμέλεια τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», Πλάτ.) αρχ. φρ. «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για κάτι …   Dictionary of Greek

  • μεταμέλεια — η η μετάνοια, το μετάνιωμα: Η ποινή του μειώθηκε γιατί έδειξε μεταμέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταμελείας — μεταμελείᾱς , μεταμέλεια change of purpose fem acc pl μεταμελείᾱς , μεταμέλεια change of purpose fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελείαι — μεταμελείᾱͅ , μεταμέλεια change of purpose fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελειῶν — μεταμέλεια change of purpose fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελείαις — μεταμέλεια change of purpose fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλειαι — μεταμέλεια change of purpose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλειαν — μεταμέλεια change of purpose fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»